
Της Ρένας Ραψομανίκη
Τι λαός!
Χρειάστηκε να νιώσουμε στο πετσί μας κάτι παραπάνω από ένα χρόνο τους όρους του μνημονίου…
Χρειάστηκε να πλουτίσει το λεξιλόγιό μας με καινούργιες λέξεις: τρόικα, διεθνές νομισματικό ταμείο, ευρωπαϊκή τράπεζα, οίκοι αξιολόγησης…
Λέξεις που τις αναλύσαμε διεξοδικά – σχεδόν τις διηθήσαμε – ξαπλωμένοι αναπαυτικά σε πολυθρόνες μπαμπού, ρουφώντας ηδονικά φρεντοτσίνο, στις ανά την χώρα καφετέριες…
Χρειάστηκε να βρεθούμε μπροστά στο πιεστικό δίλημμα: επιστροφή στη δραχμή ή παραμονή στην ευρωζώνη; Για το οποίο διαφωνήσαμε μέχρις εσχάτων τσουγκρίζοντας ποτήρια παγωμένης μπύρας – εισαγωγής κατά προτίμηση…
Χρειάστηκε, πάνω απ’ όλα, να μάς θίξουν το εθνικό συλλογικό φιλότιμο οι εξυπνάκηδες Ισπανοί μ’ εκείνο το ευφυολόγημα: « μην κάνετε φασαρία, θα ξυπνήσουν οι Έλληνες!»
Για μένα το είπες, ρε, αυτό; Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Θέλεις να σού θυμίσω τις επαναστατικές μου περγαμηνές;
Και εν μια νυκτί – κυριολεκτικά – η οργή ξεχείλισε και οι πλατείες κατακλύσθηκαν από αγανακτισμένους που κραδαίνουν κατσαρολικά, που επιδίδονται στο σπορ του φασκελώματος με στιλ, που συναγωνίζονται για το πιο πνευματώδες σύνθημα, που μεταφέρουν τα κάμπινγκ από τις παραλίες στις πλατείες, που γοητεύονται από την ιδέα της άμεσης δημοκρατίας σε μια πόλη πέντε εκατομμυρίων ψυχών, που αποδεικνύονται μια ήρεμη δύναμη την οποία όμως δυσκολεύονται να διαχειριστούν.
Κόμματα και συνδικάτα αναστατώθηκαν. Πρωτόγνωρος, βλέπεις, ο τρόπος διεκδίκησης, τα έβγαλε έξω από τα λιμνασμένα νερά τους. Τα κόμματα εξουσίας, πάντα συντηρητικά, τήρησαν επιφυλακτική στάση προσβλέποντας στο ξεφούσκωμα. Κάποια από τα μικρότερα τόλμησαν να ψελλίσουν: «δεν γίνεται επανάσταση χωρίς εμάς». Κάποια άλλα προσπάθησαν να προσεταιρισθούν το κίνημα χαϊδεύοντας αυτιά, για να διαπιστώσουν γρήγορα ότι δεν είναι χειραγωγήσιμο.
Τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης προσπέρασαν την ενστικτώδη παρόρμηση να αγνοήσουν ή να λοιδορήσουν το φαινόμενο, όταν συνειδητοποίησαν την πραγματική του δύναμη: πλήρης αυτονομία στον επικοινωνιακό τομέα. Blogs, twitter, facebook μπήκαν στην υπηρεσία του, αναμετέδιδαν σε πραγματικό χρόνο κάθε ατάκα και έγιναν δίαυλοι ενημέρωσης μεταφέροντας στον έξω κόσμο τις επιθυμητές εντυπώσεις. Όπως όταν ο πεντάχρονος Νικόλας αφόπλισε με το σαγηνευτικό του χαμόγελο τον αρματωμένο αστυνομικό κι εκείνος – αφήνοντας την ασπίδα του στο πλάι – γονάτισε μπροστά του να τον χαϊδέψει. Το τρυφερό στιγμιότυπο αιχμαλωτίστηκε και η εικόνα έκανε τον γύρο του κόσμου φορτισμένη με τη σημειολογία της. Γιατί δεν χρειάζεται να έχει κανείς διδακτορικό στην επικοινωνιολογία για να ξέρει ότι αν θέλεις να έχεις κοινό, γέμισε το πλάνο σου με την αθωότητα παιδικού προσώπου.
Μια και το ρεπορτάζ ήταν περιττό, οι δημοσιογράφοι αναλώθηκαν σε σχολιασμούς, επιχειρώντας ακτινογραφία της ταυτότητας των διαδηλωτών και εξονυχιστική μελέτη της ανθρωπογεωγραφίας του πλήθους. Όλοι μιλούσαν για κατακόρυφη διαστρωμάτωση: ηλικιακή, κοινωνική, οικονομική, ταξική, μορφωτική… Ένα μόνο κοινό χαρακτηριστικό ανακάλυπταν που ηχούσε στα τηλεοπτικά παράθυρα ως μόνιμη επωδός: «άνθρωποι που δεν έχουν πάει ποτέ στην ζωή τους σε διαδηλώσεις.»
Στην Ελλάδα αυτό ακούγεται κάπως σαν να λέμε: εξωγήινοι!
Πού ήταν κρυμμένο αυτό το σιωπηλό είδος; Ποιες συγκυρίες ζωής, ποιοι φόβοι, ποια μοιρολατρία, ποια διστακτικότητα, ποια αδιαφορία, τους είχε κρατήσει τόσα χρόνια αδρανείς στους καναπέδες; Είναι άτομα με ενδιαφέρον για τα τεκταινόμενα που όμως αρκούνται στην παρακολούθησή τους από απόσταση ασφαλείας ή άνθρωποι περιχαρακωμένοι στον μικρόκοσμό τους θεωρώντας τον νησί αποκομμένο από τη στεριά;
Ιδού λοιπόν, αποκαλύπτω την περίπτωσή μου μπροστά σας!
Στην ενήλικη ζωή μου φρόντισα να καλύψω ιδεολογικά τη συμπεριφορά μου αυτή και, αραδιάζοντας πειστικά επιχειρήματα, να την προβάλλω ως ψαγμένη στάση ζωής. Εκείνο το «λάθε βιώσας» του Επίκουρου ήταν εξαιρετικά βολικό ως συνήγορος των απόψεών μου – και τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους δεν τους αμφισβητείς τόσο εύκολα. Τι διάολο, πετυχημένος δικηγόρος είμαι, δουλειά μου είναι να μπορώ να παρουσιάσω το οτιδήποτε σαν αλήθεια. (περισσότερα…)